Ινσπολ / Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής / Inspol

Ινσπολ / Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής / Inspol

ΙΝΣΠΟΛ - Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής // Hellenic Conservative Policy Institute Institouto Syntiritikis Politikis - INSPOL

www.inspol.gr

Πρόεδρος του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής:

Ο δρ Άγγελος Χρυσόγελος γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα και εργάζεται ως Academy Senior Fellow στην δεξαμενή σκέψης Chatnam House του Λονδίνου, ενώ προηγουμένως εργάστηκε ως λέκτωρ ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Limerick στην Ιρλανδία. Είναι διδάκτωρ πολιτικών και κοινωνικών επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακ

Μέση Ανατολή και Ελλάς: Παρατηρήσεις και επισημάνσεις 28/11/2023

Κείμενο του Ιωάννη Λάμπρου στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Άμυνα και Διπλωματία (Νοέμβριος 2023) για την κρίση στην Μέση Ανατολή.

Μέση Ανατολή και Ελλάς: Παρατηρήσεις και επισημάνσεις του Ιωάννη Σ. Λάμπρου Η εκ νέου αναζωπύρωση της ισραηλινό-παλαιστινιακής  διένεξης εξαιτίας της εισβολής τρομοκρατών της Χαμάς στην ισραηλινή επικράτεια και η συν...

25/10/2023

Με μεγάλη μας χαρά ανακοινώνουμε την έκδοση αυτού του μικρού τόμου σε επιμέλεια των συντελεστών του ΙΝΣΠΟΛ που έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική συζήτηση και την σχετική βιβλιογραφία. Μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό συντηρητισμό, και αν ναι ποιο θα ήταν το περιεχόμενο και ποιες οι προοπτικές του; Είναι μια αναγκαία κουβέντα που αν μη τι άλλο θα συγχρονίσει την Ελλάδα με εξελίξεις σε πολλές άλλες χώρες σήμερα. Τα κείμενα του τόμου περισσότερο θέτουν ερωτήματα παρά δίνουν απαντήσεις, αλλά αυτό ακριβώς είναι και το νόημα αυτής της δουλειάς: να ξεκινήσει την συζήτηση!

Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ: Ένας «γλυκός» παγκόσμιος δυνάστης 19/09/2023

Με αφορμή τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ένα άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου στο Νέο Πλανόδιον για μια καλύτερη κατανόηση του κόμματος που - κυριολεκτικά - κυβερνάει αυτόν τον τόπο.

https://neoplanodion.gr/2023/09/19/hpa-demokratikoi/

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΗΠΑ: ΕΝΑΣ «ΓΛΥΚΟΣ» ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΔΥΝΑΣΤΗΣ

Το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ μπορεί να θεωρηθεί το αρχαιότερο εν ενεργεία κόμμα της σύγχρονης πολιτικής εποχής. Αν και έχει ιδρυθεί επίσημα το 1828, έλκει την καταγωγή του από το κόμμα του Τόμας Τζέφφερσον (που κατά καιρούς ονομαζόταν και «Ρεπουμπλικανικό», περιπλέκοντας λίγο την ιστορία), το οποίο κυβερνούσε τις ΗΠΑ από το 1800.

Μέχρι την δημιουργία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Αβραάμ Λίνκολν και τον εμφύλιο πόλεμο το 1861, το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν το κυρίαρχο κόμμα των ΗΠΑ, ταυτισμένο με τα αιτήματα κυρίως των γεωργών και ιδιοκτητών γης σε μια αγροτική χώρα που επεκτεινόταν επιθετικά στην βορειοαμερικανική ήπειρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος ήρωας και ουσιαστικός ιδρυτής του ήταν ο στρατηγός και πρόεδρος Άντριου Τζάκσον, ο πρωτοτυπικός λαϊκιστής πολιτικός και σφαγέας των αυτοχθόνων κατοίκων («Ινδιάνων») της Αμερικής.

Η ιδεολογία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι δύσκολο να αποτυπωθεί. Συμβατικά μιλάμε για ένα «κεντροαριστερό» κόμμα, liberal με την αμερικανική ορολογία, το οποίο έχει το παράδοξο παρελθόν ότι ήταν κάποτε το κόμμα του Αμερικανικού Νότου και του ρατσισμού σε βάρος των Αφροαμερικανών, μέχρι που αυτή η «ανωμαλία» διορθώθηκε την δεκαετία του ’60 όταν οι ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος αποφάσισαν να στοιχηθούν πίσω από τα κινήματα των μαύρων. Χωρίς να είναι λανθασμένη αυτή η αφήγηση, δεν εξηγεί πλήρως το γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα είναι τόσο δημοφιλές εκτός των ΗΠΑ σήμερα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ειδικά από την δεκαετία του ’90 και μετά, το Δημοκρατικό Κόμμα είναι στο μυαλό μας το «ευρωπαϊκό» κόμμα των ΗΠΑ, αντιτιθέμενο στην σπηλαιώδη βαρβαρότητα των Ρεπουμπλικάνων.

Για να γίνει κατανοητή αυτή η γοητεία του Δημοκρατικού Κόμματος πρέπει να κατανοηθεί καλύτερα τόσο η ιδεολογία του όσο και ο ρόλος που αυτό το κόμμα παίζει στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Οι απαρχές της ιδεολογίας των Δημοκρατικών βρίσκονται στις φιλοσοφικές συζητήσεις των αμερικανικών ελίτ των τελών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, που με την σειρά τους ήταν προέκταση των συζητήσεων και πολιτικών διαμαχών των αντιτιθέμενων αριστοκρατικών πολιτικών μερίδων στην Αγγλία του 17ου και 18ου αιώνα.

Στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων που αφορούσαν την ανθρώπινη υπόσταση και την μορφή που θα έπρεπε να πάρει μια ιδεατή πολιτεία βρίσκονταν δυο ερωτήματα: αν τα δικαιώματα του ανθρώπου προϋπάρχουν της κοινωνίας, και αν η κοινωνία προϋπάρχει του κράτους. Οι «συντηρητικοί» εκείνων των συζητήσεων απαντούσαν αρνητικά στο πρώτο ερώτημα και θετικά στο δεύτερο. Οι «προοδευτικοί» το ανάποδο. Η διαφορά μπορεί να ακούγεται ακαδημαϊκή και ανούσια στις μέρες μας, συνιστά όμως το βασικό υπόβαθρο της κύριας πολιτικής τομής μεταξύ προόδου και συντήρησης στην σύγχρονη πολιτική εποχή.

Αν κάποιος πίστευε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα προϋπάρχουν της κοινωνίας, άρα ο άνθρωπος είναι φορέας τους εκ της φύσεώς του («φυσικά δικαιώματα»), μπορούσε και να αποδεχθεί ότι αποστολή της πολιτικής είναι η συνεχής δράση για την πραγμάτωση αυτών των δικαιωμάτων που η υπάρχουσα κοινωνία δεν εξυπηρετεί ή αναγνωρίζει. Αντίστοιχα, αν πίστευε ότι στην «φυσική κατάσταση» δεν μπορούσε να υπάρξει κοινωνία και ότι για αυτό χρειαζόταν η ισχύς και έλεγχος του κράτους, μπορούσε να αποδεχθεί τον ρόλο του κράτους για την διόρθωση των ατελειών της κοινωνίας. Στον πυρήνα της σκέψης του Δημοκρατικού Κόμματος επομένως ήταν η αισιοδοξία της προόδου και η συνεχής αμφισβήτηση ιεραρχιών κάθε είδους.

Παρά τις αλλαγές στην στάση του σε διάφορα ζητήματα επομένως, όπως αυτό της δουλείας, η στάση του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν διαχρονικά συνεπής στο να αντιτίθεται στο κατά καιρούς κατεστημένο και τις αξίες του. Στο περιβάλλον του 19ου αιώνα για παράδειγμα, η απέχθεια προς τον «οπισθοδρομικό» και επαρχιώτικο Νότο και τον βάρβαρο θεσμό της δουλείας ήταν η καθώς πρέπει στάση του αγγλοσαξονικού κατεστημένου των βορειοανατολικών πολιτειών. Η στάση του Δημοκρατικού Κόμματος σε αυτό το ζήτημα ήταν συναρτημένη με την εικόνα του από την εποχή του Τζέφφερσον ήδη ως φωνή του αγροτικού κόσμου και των μικροκαλλιεργητών οι οποίοι ζούσαν σε μια εξιδανικευμένη ρουσσωική «φυσική κατάσταση».

Από το 1865 και μετά, ως το ντε φάκτο ηττημένο κόμμα του εμφυλίου οι Δημοκρατικοί γίνονται η μόνιμη αντιπολίτευση προς τους Ρεπουμπλικάνους. Το ιστορικό στερεότυπο τούς θέλει να είναι σε αυτήν την περίοδο το κόμμα του «συμπαγούς Νότου» («solid South») και του ρατσισμού, αυτό όμως αποσιωπά έναν άλλο σημαντικό ρόλο που έπαιξαν στις μεγάλες πόλεις του βορρά. Με τις ΗΠΑ να εκβιομηχανίζονται ταχύτατα και εκατομμύρια μεταναστών να συρρέουν στα νέα αστικά κέντρα που σχηματίζονταν, το Δημοκρατικό Κόμμα ανέλαβε τον ρόλο της ένταξης των νέων μαζών από την ανατολική και νότια Ευρώπη (Ιταλών, Πολωνών, Σλάβων, Ελλήνων, Εβραίων) σε μια χώρα μέχρι τότε πλειοψηφικά προτεσταντική και αγγλοσαξονική. Το κατόρθωσαν χάρη στα περίφημα machine politics, το εκτεταμένο πελατειακό σύστημα των πόλεων που λειτουργούσε ως σύστημα παροχής οικονομικής (και φυσικής) ασφάλειας για τους νεοφερμένους. Ήδη από τότε επομένως το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν το κόμμα της εθνοτικής διαφορετικότητας απέναντι στο αγγλοσαξονικό και προτεσταντικό κατεστημένο.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ήδη από τον 19ο αιώνα η ιστορία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι ταυτισμένη με την οικοδόμηση της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Και όταν λέμε «αυτοκρατορία», εννοούμε ότι αυτός ο όρος πρέπει να πάει πολύ πιο πίσω από αυτό που έχουμε συνήθως κατά νου –την παγκόσμια αυτοκρατορία των ΗΠΑ που οικοδομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– και να συμπεριλάβει την αυτοκρατορία στο εσωτερικό των ίδιων των ΗΠΑ. Αυτοκρατορία και με την γεωγραφική έννοια, εννοώντας την τεράστια ενδοχώρα που απορρόφησαν και αποίκισαν οι αρχικές δεκατρείς πολιτείες. Αλλά και με την πληθυσμιακή, εννοώντας την άγραφη ιεραρχία μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων, θρησκειών και φυλετικών χαρακτηριστικών που διαπερνά ιστορικά το αμερικανικό έθνος μέχρι και σήμερα.

Όντας το κόμμα που διατύπωσε το αίτημα της γεωγραφικής επέκτασης στις αρχές του 19ου αιώνα (και της σφαγής των Ινδιάνων) ως λύτρωση των λευκών ακτημόνων, και το κόμμα που ενέταξε στην αμερικανική κοινωνία με τρόπο πατερναλιστικό τις νέες εθνικές μειονότητες που δημιούργησε η μετανάστευση και η εκβιομηχάνιση στο δεύτερο μισό του, το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν ήδη από τότε η δύναμη που κατανοούσε (και εφάρμοζε) τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ως δύναμη προόδου. Στον 20ο αιώνα με την παγκοσμιοποίηση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, αυτή η σχέση αντιστρέφεται –η αλλαγή, η «πρόοδος» και η αμφισβήτηση όλων των κατά τόπους παραδόσεων, ιεραρχιών και αυτόχθονων αξιών γίνεται όργανο και αυτοσκοπός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού– και ο ρόλος του Δημοκρατικού Κόμματος παραμένει κομβικός.

Μόνο κάποιος που δεν καταλαβαίνει αυτό το νόημα της «προόδου» στην αγγλοσαξονική σκέψη μπορεί να εκπλήσσεται, για παράδειγμα, με το ότι οι Δημοκρατικοί ήταν την δεκαετία του ’60 ταυτόχρονα το κόμμα της μαζικής επέκτασης του κράτους πρόνοιας στο εσωτερικό των ΗΠΑ και της απύθμενης βαρβαρότητας του πολέμου στο Βιετνάμ. Μια χώρα όπου των Αμερικανικών στρατευμάτων το 1965 είχαν προπορευθεί την δεκαετία του ’50 και στις αρχές του ’60 χιλιάδες «ιδεαλιστές» Αμερικανοί φοιτητές και εθελοντές που οραματίζονταν να φέρουν την δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς στην Νοτιοανατολική Ασία.

Ένα βασικό στοιχείο της αγγλοσαξονικής προοδευτικής σκέψης είναι ο ρόλος του κράτους, όχι όμως απαραίτητα με το αναδιανεμητικό νόημα που αυτός είχε στην ευρωπαϊκή αριστερά. Στην πραγματικότητα η μόνη περίοδος όπου το Δημοκρατικό Κόμμα λειτουργούσε με τέτοιους σοσιαλδημοκρατικούς όρους ήταν στην πεντηκονταετία του Νιου Ντηλ –χοντρικά μεταξύ 1930 και 1980– και αυτό εξ ανάγκης, ως αντίδραση στις μεγάλες κρίσεις και πολέμους του 20ου αιώνα. Πολύ πιο μόνιμη και σταθερή θέση για τον ρόλο του κράτους όμως στη Δημοκρατική ιδεολογία έχει η αντίληψη περί πεφωτισμένης τεχνοκρατίας που διατύπωσε ο Γούντρω Ουίλσον στις αρχές του 20ου αιώνα, αρχικά ως πανεπιστημιακός και κατόπιν ως πρόεδρος.

Αυτή η αντίληψη πηγάζει από μια εκ των προτέρων κατανόηση των αναγκών του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία («ασφάλεια», «ευημερία», «δικαιώματα») των οποίων θεματοφύλακας γίνεται μια τάξη ειδικών, επιστημόνων και μάνατζερ που πρέπει να αφεθεί στην ησυχία της να διαχειριστεί περίπλοκα ζητήματα. Η έννοια της προόδου διατυπώνεται και εφαρμόζεται ξανά από τα πάνω: τα πάντα γίνονται στην υπηρεσία των «πολιτών» χωρίς όμως την συμμετοχή τους. Αν τολμήσουν να διατυπώσουν διαφορετικά αιτήματα από αυτά που οι τεχνοκρατικές ελίτ έχουν υιοθετήσει για λογαριασμό τους, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος του «λαϊκισμού» ή «φασισμού». Στον πυρήνα της σκέψης των Δημοκρατικών βρίσκεται μια σχιζοφρενική σχέση με τις μάζες, οι οποίες ταυτόχρονα πρέπει να λυτρωθούν από τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας αλλά προκαλούν τον τρόμο όποτε διεκδικούν έναν αυτόνομο ρόλο.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται σαφές γιατί η ιδεολογία των Δημοκρατικών έχει τόση απήχηση και λειτουργεί ως βασικός νομιμοποιητικός βραχίονας της αμερικανικής ισχύος. Είναι η ιδεολογία της ένταξης στην αυτοκρατορία με όρους προόδου και χειραφέτησης (αντί με όρους πειθάρχησης και εθνοτικής και θρησκευτικής ιεραρχίας που πρεσβεύουν οι Ρεπουμπλικανοί). Είναι η ιδεολογία της φιλελεύθερης και προοδευτικής τεχνοκρατίας που φροντίζει για την επίλυση προβλημάτων μακριά από την «κακή» πολιτική και τις απόψεις των μη-επαϊόντων.

Είναι πάνω από όλα η ιδεολογία του ατόμου που είναι ελεύθερο να «είναι ο εαυτός του» μέσα στο περιβάλλον της ελεύθερης επιλογής που του προσφέρουν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του αμερικανικού καπιταλισμού. Είναι η ιδεολογία που προσφέρει την ψευδαίσθηση στους Ευρωπαίους ότι έχουν κάποιο λόγο στο πώς διοικείται η αυτοκρατορία της Δύσης, και στους πολίτες όλου του κόσμου ότι το αμερικανικό όνειρο μπορεί τελικά να γίνει και όνειρο οικουμενικό. Σε τελική ανάλυση, η ιδεολογία που δυναστεύει «γλυκά» τη σκέψη όλων μας.

Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ: Ένας «γλυκός» παγκόσμιος δυνάστης * του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ Το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ μπορεί να θεωρηθεί το αρχαιότερο εν ενεργεία κόμμα της σύγχρονης πολιτικής εποχής. Αν και έχει ιδρυθεί επίσημ....

Αρθρο του Αγγελου Χρυσόγελου στην «Κ»: Ο νέος εθνοσυντηρητισμός 11/07/2023

Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου στην Καθημερινή όπου προτείνεται ο όρος 'εθνοσυντηρητισμός' για να περιγράφει μεγάλο κομμάτι των δυνάμεων δεξιά της κεντροδεξιάς, και στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα όπως καταγράφηκαν μετά τις τελευταίες εκλογές.

Αρθρο του Αγγελου Χρυσόγελου στην «Κ»: Ο νέος εθνοσυντηρητισμός Τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών προσφέρουν την ευκαιρία να διορθωθεί μία από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις στον δημόσιο διάλογο: η αντίληψη ότι υπάρχει μία κ...

Το Καφενείο της Πολιτικής Ορθότητας 13/06/2023

Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου στην χθεσινή Ναυτεμπορική.

Το Καφενείο της Πολιτικής Ορθότητας

Για μια ιδεολογία θεωρητικά προοδευτική, αυτή η νέα πολιτική ορθότητα παρουσιάζει μια ανεξήγητη εμμονή με το χθες

Χωρίς να αποτελεί ζήτημα εμφανώς πολιτικό, η είδηση του θανάτου του γνωστού αθλητικογράφου Γιώργου Γεωργίου αποτέλεσε αφορμή για να τεθεί ξανά ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ζητήματα σήμερα: η σχέση μεταξύ της ρύθμισης του δημόσιου λόγου στο παρόν και της πρόσληψης του παρελθόντος, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το πώς μιλάμε για αυτό αλλά ακόμα και το αν θα πρέπει να εξαλειφθούν εντελώς αναφορές σε διάφορες πτυχές του.

Οι αναγνώστες (κυρίως άντρες) που είναι περί τα 40 όπως εγώ καταλαβαίνουν πιθανότατα τι σχέση έχει αυτό με τον Γεωργίου. Με το που έγινε γνωστός ο θάνατός του, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλημμύρισαν από αναφορές σχεδόν σε προσωπικό τόνο από χιλιάδες φίλους της εκπομπής του. Όλοι εμείς για τους οποίους η μεγάλη επιτυχία του Καφενείου των Φιλάθλων (ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού) στην δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000 συνέπεσε με τα μαθητικά και φοιτητικά μας χρόνια δεν μπορεί παρά να νιώσαμε την απώλεια ενός προσώπου οικείου. Το μεταμεσονύχτιο Καφενείο δημιουργούσε ατάκες και θέματα συζήτησης την επόμενη μέρα στα σχολεία και τις παρέες, ακόμα και μεταξύ μη-ποδοσφαιρόφιλων. Με την εκπομπή του Γεωργίου περάσαμε πανελλήνιες και εξεταστικές, κυριολεκτικά ενηλικιωθήκαμε μαζί του.

Ταυτόχρονα όμως, δόθηκε αφορμή σε πολύ κόσμο να ξαναθυμηθεί και την ακρότητα και τοξικότητα του λόγου του Γεωργίου, στον μισογυνισμό, τον ρατσισμό κάθε είδους (φυλετικό, αντισημιτικό) και ιδιαίτερα την ομοφοβία του. Ο Γεωργίου απέφευγε τις πολιτικές συζητήσεις στην εκπομπή του, αν όμως αυτή είχε πολιτικό πρόσημο, αυτό θα τοποθετείτο με σημερινούς όρους στο «συνωμοσιολογικό» και «λαϊκιστικό» τόξο.

Αυτή η αντιπαράθεση για την πρόσληψη του Καφενείου των Φιλάθλων σήμερα είναι ένα μικρό νεοελληνικό παράδειγμα μιας πολύ μεγαλύτερης συζήτησης που γίνεται στις δυτικές χώρες, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία, και η οποία φθάνει σιγά-σιγά και στην Ελλάδα. Και αφορά το ερώτημα πώς και αν θα πρέπει να μιλάμε για προσωπικότητες, φαινόμενα και πολιτιστικά προϊόντα του παρελθόντος που δεν συμφωνούν με σημερινά πρότυπα ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και συμπεριληπτικότητας – το σύμπλεγμα εκείνο δημόσιου λόγου και πρακτικών που πολλοί αποκαλούν, σκωπτικά ίσως, «πολιτική ορθότητα».

Οι υπέρμαχοι αυτής της νέας προοδευτικής ιδεολογίας θεωρούν ότι η διαιώνιση αρνητικών στερεοτύπων υπονομεύει την προσπάθεια ξεπεράσματος των αδικιών σε βάρος κάθε είδους μειονοτήτων. Η γλώσσα είναι ισχύς, και στον βαθμό που η τοξική γλώσσα του παρελθόντος διατηρείται ή δεν γίνεται αντικείμενο κριτικής, και η υπόθεση της ισότητας θα πηγαίνει πίσω. Το Καφενείο των Φιλάθλων είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου λόγου του παρελθόντος που θα πρέπει να αποδομηθεί σήμερα. Ένα άλλο θα ήταν π.χ. οι ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60, οι οποίες προβάλλονται ακόμα από την τηλεόραση παρά το ότι αναπαράγουν (και άρα, θα πουν οι επικριτές τους, διαιωνίζουν) ξεπερασμένες αντιλήψεις για διάφορα ζητήματα, ιδιαίτερα τον ρόλο και την θέση των γυναικών.

Εκ των υστέρων κριτική σε ανθρώπους, στάσεις άλλων εποχών
Μια άλλη άποψη, στην οποία ο γράφων οφείλει να ομολογήσει ότι βρίσκεται εγγύτερα, λέει αντίθετα ότι η εκ των υστέρων κριτική σε ανθρώπους και στάσεις άλλων εποχών συντελεί σε μια αέναη ενδοσκόπηση η οποία περισσότερο προσφέρεται για διαδικτυακούς καβγάδες παρά για πραγματικό εκσυγχρονισμό αντιλήψεων που δεν θα διαχωρίζει τον κόσμο σε στρατόπεδα. Και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, για μια ιδεολογία θεωρητικά προοδευτική, αυτή η νέα πολιτική ορθότητα παρουσιάζει μια ανεξήγητη εμμονή με το χθες, σαν το όραμα για την αυριανή κοινωνία που κομίζει να μην μπορεί να σταθεί από μόνο του ως μια θετική πρόταση, αλλά να πρέπει μονίμως να αντιπαρατίθεται προς ένα αποκρουστικό παρελθόν.

Στις ΗΠΑ αποτελεί για παράδειγμα ένα πολύ χαρακτηριστικό μοτίβο της πρόσφατης καλλιτεχνικής παραγωγής η αναπαράσταση του 20ου αιώνα μέσα από το φίλτρο του ρατσισμού, της ομοφοβίας και του μισογυνισμού που θεωρείται ότι επικρατούσε τότε. Η «δεκαετία του ‘50» ιδιαίτερα έχει γίνει συνώνυμο τέτοιων αντιλήψεων. Το περίεργο με αυτήν την αντίληψη βέβαια είναι ότι με αυτόν τον τρόπο καταδικάζεται συλλήβδην μια εποχή που μέχρι πρόσφατα είχαμε μάθει να την θεωρούμε την χρυσή περίοδο της ανόδου του βιωτικού επίπεδου και της οικονομικής προόδου του συνόλου των δυτικών κοινωνιών, της μεσαίας όσο και της εργατικής τάξης, όπως έχουν δείξει και αριστεροί οικονομολόγοι όπως ο Πικετί.

Όπως έχει δείξει ο πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Πάτναμ για την περίπτωση των ΗΠΑ, είναι ακριβώς στην περίοδο αυτή, μέχρι περίπου το 1960, όπου η ραγδαία οικονομική πρόοδος ωφέλησε κατεξοχήν τις ομάδες που μέχρι τότε ήταν περιθωριοποιημένες: τις γυναίκες και τους Αφροαμερικανούς. Σε εκείνα τα χρόνια κρίσιμοι δείκτες όπως ο βαθμός εκπαίδευσης, το προσδόκιμο ζωής και η μαζική αυτο-οργάνωση βελτιώθηκαν ραγδαία για αυτούς που σήμερα θεωρούμε ότι ήταν «περιθωριοποιημένοι» τότε, οδηγώντας έτσι στα μεγάλα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων και του φεμινισμού στην δεκαετία του ‘60.

Μπορεί πράγματι οι αντιλήψεις και ο δημόσιος λόγος τότε να μην ανταποκρίνονταν σε σημερινά κριτήρια προοδευτικότητας, στην πράξη όμως το μεταπολεμικό δυτικό κράτος πρόνοιας, υπό την ηγεσία δαιμονοποιημένων σήμερα «λευκών ανδρών» και θεωρούμενων «αρτηριοσκληρωτικών» μαζικών σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών κομμάτων, έκανε πολλά περισσότερα για την ισότητα από ό,τι σήμερα η αέναη διαμάχη γύρω από την γλώσσα και τις λέξεις, λέει ο Πάτναμ. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η υποχώρηση αυτών των κατακτήσεων οικονομικής και υλικής ισότητας ξεκινάει από την δεκαετία του ’70, όταν οι νέες αντιλήψεις πολιτιστικής ισότητας δημιουργούν μια εναλλακτική υπόσχεση προοδευτικότητας, μέσα σε ένα πλαίσιο όμως που χαρακτηρίζεται από την διαρκή φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, την διάρρηξη μαζικών ταυτίσεων όπως η τάξη και η θρησκεία που λειτουργούσαν ως πολιτικά αντίβαρα προς την αγορά, και την εκτόξευση της ανισότητας στις δυτικές κοινωνίες.

Το cancelling
Η αστυνόμευση του παρελθόντος με βάση όρους του παρόντος αποτελεί όντως μια παράδοξη τακτική για την επίτευξη προοδευτικών στόχων. Στην πιο ακραία της μορφή, καλεί σε κατάργηση («cancelling») θεμελιωδών έργων σκέψης και τέχνης επειδή οι δημιουργοί τους είχαν απόψεις ή έκαναν επιλογές που σήμερα δεν θα θεωρούνταν αποδεκτές. Το παράδοξο συνίσταται στο ότι κάποιοι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας στερούν από το ίδιο το κίνημά τους εργαλεία που κανονικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη προοδευτικών σκοπών.

Είναι ειρωνικό ότι πολλοί (συνήθως λευκοί) ακτιβιστές καλούν για παράδειγμα σήμερα σε απόρριψη διανοητών της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης και του Διαφωτισμού επειδή αυτοί είχαν δούλους ή ρατσιστικές αντιλήψεις, την στιγμή που τα σημαντικότερα κινήματα φυλετικής δικαιοσύνης, από την επανάσταση της Αϊτής το 1790 στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ του 1950-60 και την μάχη κατά του απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική, είχαν σαν βασικό αίτημα όχι την απόρριψη αλλά την διεκδίκηση των δυτικών αυτών αξιών για όλους. Αντίστοιχα παράξενο είναι και ένα κίνημα αποδόμησης του Πάμπλο Πικάσο αυτόν τον καιρό λόγω του μισογυνισμού του – αναρωτιέται κανείς πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία του 20ου αιώνα αν με βάση αυτό το κριτήριο είχε γίνει cancelled ο δημιουργός της Γκερνίκα την δεκαετία του ’30.

Αυτή η διαμάχη γύρω από την ρύθμιση του λόγου και του παρελθόντος εκτείνεται φυσικά και σε πιο καθημερινά πολιτιστικά προϊόντα. Όπως στην Ελλάδα με το Καφενείο των Φιλάθλων και τις ταινίες της δεκαετίας του ’60, στις ΗΠΑ υπάρχει συζήτηση για το αν και πόσο «τοξικές» είναι δημοφιλείς παιδικές και εφηβικές ταινίες της δεκαετίας του ’80 και’90. Στην Βρετανία έγινε θέμα όταν πρόσφατα επανεκδόθηκαν βιβλία του παιδικού συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ όπου ολόκληρες παράγραφοι είχαν ξαναγραφτεί από μια «επιτροπή διαφορετικότητας» για να γίνουν πιο σύγχρονα. Η Ντίσνεϊ έχει αποδυθεί σε μια εκστρατεία ριμέικ κλασικών ταινιών της όπως η Μικρή Γοργόνα όπου θα αντανακλώνται οι καινούριες ιδέες ισότητας.

Woke capitalism
Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται σαφές ότι πλέον η ατζέντα της ισότητας και της πολιτικής ορθότητας έχει ξεφύγει από το επίπεδο του ακτιβισμού και έχει εισέλθει στον χώρο του οικονομικού συστήματος εξουσίας. Τα όρια μεταξύ προώθησης της ισότητας στην δημόσια σφαίρα και της κυνικής αναζήτησης του κέρδους, όπου η ισότητα και η διαφορετικότητα μετατρέπονται σε μάρκετιγκ, γίνονται δυσδιάκριτα. Ο όρος woke capitalism χρησιμοποιείται για να καταδείξει το παράδοξο μια ιδεολογία προόδου και εξισωτισμού, θεωρητικά αριστερή, να χρησιμεύει πλέον στην αναβάπτιση και επανα-νομιμοποίηση του καπιταλισμού και των υλικών ανισοτήτων που αυτός δημιουργεί στο όνομα μια νεφελώδους «αλλαγής» στο πολιτιστικό πεδίο, που ποτέ δεν καθορίζεται με βάση ακριβείς δείκτες και όλο αναβάλλεται για το απώτερο μέλλον.

«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα» λέει μια από τις πιο γνωστές φράσεις της βρετανικής λογοτεχνίας. Αυτή η φράση προσφέρει ίσως μια λύση για το πώς μπορεί να εξισορροπηθεί ο λόγος του σήμερα με την πρόσληψη του χθες. Όταν επισκεπτόμαστε μια ξένη χώρα το κάνουμε για να εμπλουτίσουμε την γνώση και τις αισθήσεις μας με την κουλτούρα της, μαθαίνοντας παράλληλα για την ιστορία της, ακόμα και για τις δυσάρεστες πτυχές της. Ως περιστασιακοί επισκέπτες όμως δεν επιζητούμε να επιβάλλουμε τις δικές μας απόψεις σε αυτήν την χώρα, αντίθετα προσπαθούμε να καταλάβουμε τις κοινωνικές και ιστορικές διεργασίες που δημιουργούν ξεχωριστά και αντιφατικά πλέγματα συνηθειών, εθίμων, ιδεών διαφορετικά από τα δικά μας. Είναι αυτή η εξερεύνηση των αντιφάσεων που κάνει ένα ταξίδι συναρπαστικό.

Αν το παρελθόν όντως μπορεί να κατανοηθεί ως μια άλλη χώρα, αποτελεί άλλη μια ειρωνεία του θεωρητικά αντι-αποικιακού κινήματος της πολιτικής ορθότητας ότι και αυτό (ως αυθεντικά δυτικό πολιτιστικό δημιούργημα που είναι άλλωστε, όσο και αν δεν θέλει να το παραδεχτεί) λειτουργεί αποικιοκρατικά, όχι στον χώρο αλλά στον χρόνο. «Εισβάλλει» σε κοινωνίες μακρινές και ιδιαίτερες, αυτές του παρελθόντος, επιλέγοντας για αντιπάλους τούς κατεξοχήν ανίσχυρους δρώντες της ιστορίας: τους νεκρούς. Όπως και η αποικιοκρατία στον χώρο, η αποικιοκρατία στον χρόνο αποδομεί ξένες κοινωνίες, τις παρουσιάζει ως οπισθοδρομικές, και καταδικάζει τους εκπροσώπους τους στην άνευ όρων περιθωριοποίηση.

Πιστεύω ότι πρέπει να μπορούμε να συνεχίζουμε να επισκεπτόμαστε την συναρπαστική χώρα που λέγεται «παρελθόν», αν μη τι άλλο γιατί εκεί βρίσκονται τα υλικά με τα οποία οικοδομούμε το μέλλον. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μπορούμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε τις ταινίες της δεκαετίας του ’60 παρά τα σεξιστικά τους στερεότυπα, αν μη τι άλλο γιατί σε αυτές για πρώτη φορά σατιρίστηκε τόσο έντονα ο ρόλος του άνδρα οικογενειάρχη, που παρουσιάζεται στις περισσότερες από αυτές κωμικά ανίσχυρος και πελαγωμένος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας. Ο σπόρος της σημερινής αμφισβήτησης των έμφυλων ρόλων και στερεοτύπων στην χώρα μας βρίσκεται έτσι, υπό μια έννοια, σε αυτές τις ταινίες.

Και αντίστοιχα, θα συνεχίσω να θυμάμαι με νοσταλγία το Καφενείο των Φιλάθλων, ένα φόρουμ άφιλτρης και αυθεντικής λαϊκής έκφρασης (με τα καλά και τα κακά της), της οποίας αν μη τι άλλο η μοναδικότητα αναδεικνύεται σήμερα ακόμα περισσότερο εν μέσω μιας εκλογικής περιόδου που κυριαρχείται περισσότερο από ποτέ από την τυποποίηση και τον κομφορμισμό.

Το Καφενείο της Πολιτικής Ορθότητας Χωρίς να αποτελεί ζήτημα εμφανώς πολιτικό, η είδηση του θανάτου του γνωστού αθλητικογράφου Γιώργου Γεωργίου αποτέλεσε αφορμή για να τεθεί ξανά ένα από τα πιο

07/05/2023

Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου στην Εστία της 7ης Μαΐου 2023.

Γιατί (εξακολουθούμε να) ψηφίζουμε;

Σε περιόδους εκλογών το μεγάλο ερώτημα είναι με τι κριτήρια επιλέγουν οι ψηφοφόροι το κόμμα που θα προτιμήσουν τελικά στην κάλπη. Ίσως ουσιαστικότερο όμως είναι το ερώτημα τι κάνει τελικά τους ψηφοφόρους να κινητοποιούνται και να χρησιμοποιούν την ψήφο τους ως το υπέρτατο εργαλείο πολιτικής έκφρασης. Όσο και αν έχουν απομυθοποιηθεί στην εποχή μας, οι εκλογές παραμένουν η κυριότερη – και ίσως η τελευταία – έκφανση ενιαίας μαζικότητας κοινωνιών ολοένα και πιο εξατομικευμένων και αλλοτριωμένων. Τι κάνει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως να «συναντιώνται» στον δρόμο για την κάλπη των εκλογών;

Στην πολιτική επιστήμη υπάρχουν χονδρικά δυο σχολές ανάλυσης της πολιτικής και εκλογικής κινητοποίησης. Από την μια μεριά υπάρχει η αντίληψη ότι η εκλογική έκφραση και ψήφος αποτελεί αντανάκλαση μακρών ιστορικά διαδικασιών κοινωνικής αλλαγής και πολιτικής και ψυχολογικής ταύτισης με συσσωματώσεις που μορφοποιούνται γύρω από συγκεκριμένες διαιρετικές τομές. Σε αυτήν την οπτική, η ψήφος αποτελεί έκφραση μιας συνολικής ταυτότητας των ψηφοφόρων, συχνά ενός ολόκληρου τρόπου ζωής που ξεπερνά τα όρια της πολιτικής και περιλαμβάνει την καθημερινότητα, την ιδιωτική ζωή και κάθε είδους κοινωνικές εκδηλώσεις.

Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, το οποίο για δεκαετίες θεωρείτο ότι εξηγεί την εκλογική γεωγραφία κυρίως δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, η κινητοποίηση ήταν μια διαδικασία ταυτοτική και αναγκαία για την ζωή του ατόμου μέσα στην μαζική κοινωνία. Η ψήφος για τα εργατικά κόμματα που αναδύθηκαν μέσα από τα συνδικάτα, ή για τα χριστιανικά κόμματα που ξεπήδησαν από τις εκκλησίες, ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινόμενου. Αντίστοιχα, η αποδόμηση αυτών των ευρέων μαζικών ταυτίσεων, της κοινωνικής τάξης και της θρησκείας, θεωρείται ότι έχει οδηγήσει και στην αποδυνάμωση της πολιτικής ταυτότητας ως λόγο κινητοποίησης και συμμετοχής στις εκλογές των ψηφοφόρων.

Το άλλο μοντέλο βλέπει τους ψηφοφόρους όχι ως μέλη ομάδων και ταυτοτήτων αλλά, αντίθετα, ως ορθολογικά άτομα που αναζητούν με την ψήφο τους την πιο συμφέρουσα για αυτά επιλογή. Σε αυτήν την «οικονομική θεωρία της δημοκρατίας», που ίσως όχι τυχαία αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ μεταπολεμικά, η ψήφος έρχεται ως απάντηση στα προγράμματα και τις υποσχέσεις των κομμάτων, τα οποία, όντας και αυτά ορθολογικοί δρώντες, προσπαθούν να διευρύνουν την δυνητική τους εκλογική δύναμη προσφέροντας προτάσεις και πολιτικές που ικανοποιούν τον μέγιστο αριθμό ψηφοφόρων – ιδιαίτερα, τον λεγόμενο «μεσαίο» ψηφοφόρο.

Σε αυτό το μοντέλο επομένως, η σχέση κόμματος-ψηφοφόρου θυμίζει περισσότερο την σχέση καταναλωτή-προϊόντος: δεν αποκλείεται να έχουμε κάποιου είδους «ταύτιση» με ένα προϊόν (πχ να το προτιμούμε επειδή το έχουμε συνηθίσει), κάποια στιγμή όμως αν πάψει να μας ικανοποιεί θα στραφούμε σε κάποιο άλλο καλύτερο. Τα κόμματα επομένως δεν κινητοποιούν ψηφοφόρους που ανήκουν σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους που αυτά παραδοσιακά εκφράζουν, αλλά αναζητούν δυνητικούς «αγοραστές» του «προϊόντος» τους σε όλο το εύρος της κοινωνίας. Και άρα, οι ψηφοφόροι ψηφίζουν στον βαθμό κατά τον οποίο τα κόμματα έχουν κάτι να τους προσφέρουν. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό το αμερικανικό μοντέλο είχε θεωρηθεί ότι μεταφερθεί και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα από την δεκαετία του ’90 και μετά.

Μια τρίτη οπτική αφορά συστήματα θεωρούμενα ως «μη-ώριμα» ή «λιγότερο ανεπτυγμένα» όπου οι ψηφοφόροι και η κοινωνία είναι κατεξοχήν αδύναμα έναντι της πολιτικής εξουσίας και των κομμάτων. Σε αυτά τα συστήματα η εκλογική συμμετοχή δεν προκύπτει από τα κάτω, από την κοινωνία και τις ταυτίσεις ή συμφέροντα των πολιτών, αλλά επιβάλλεται από τα πάνω, ως κάποιου είδους «εκβιασμός» προκειμένου οι ψηφοφόροι να συνεχίσουν να απολαμβάνουν κάποιες παροχές που τους δίνει το πολιτικό σύστημα. Αυτή είναι π.χ. η κλασική περίπτωση των πελατειακών συστημάτων, όπου οι πολίτες είναι κυριολεκτικά παγιδευμένοι σε ένα πλέγμα εξαρτήσεων από κόμματα και πολιτικούς τους οποίους «οφείλουν» να ψηφίζουν αν θέλουν να συνεχίσουν να έχουν την προστασία τους, πρόσβαση σε εργασία ή επιδόματα κοκ.

Στην πράξη φυσικά τα όρια μεταξύ αυτών των τριών μοντέλων είναι συχνά δυσδιάκριτα ή επικαλυπτόμενα. Στην Δυτική Ευρώπη για παράδειγμα, όσο και αν οι παραδοσιακές ταξικές και θρησκευτικές ταυτίσεις έχουν ατονήσει και οι ψηφοφόροι αλλάζουν συχνά τα κόμματα που επιλέγουν ανάλογα με τα προγράμματά τους, οι παλιές πολιτικές ταυτότητες δεν έχουν ξεπεραστεί τελείως. Ακόμα και σήμερα, η σύνδεση μεταξύ συγκεκριμένων δημογραφικών, αξιακών ή ταξικών χαρακτηριστικών και κομμάτων παραμένει υπαρκτή. Αν κάτι αλλάζει δεν είναι απαραίτητα πχ το ταξικό υπόστρωμα της ψήφου αλλά η επιλογή προς την οποία αυτή κατευθύνεται. Για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Γαλλία και η Αυστρία τα κόμματα-εκφραστές της εργατικής τάξης δεν είναι πια τα σοσιαλιστικά-εργατικά αλλά τα εθνικιστικά-συντηρητικά.

Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ, το θεωρούμενο λίκνο της «ορθολογικής» οικονομικής ψήφου του ψηφοφόρου-καταναλωτή, οι κομματικές ταυτίσεις έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο φανατισμού και πόλωσης που τα δυο μεγάλα κόμματα δεν έχουν κανένα κίνητρο να αναζητήσουν ψήφους στον «μεσαίο χώρο», όσο να κινητοποιήσουν όσα μπορούν περισσότερα μέλη των δημογραφικών ομάδων που εξαρχής θεωρούνται εκλογική πελατεία τους. Έτσι, οι Δημοκρατικοί αναζητούν να φέρουν στις κάλπες όσους περισσότερους Αφροαμερικάνους μπορούν και οι Ρεπουμπλικάνοι Ευαγγελικούς. Από αυτήν την άποψη, και με δεδομένες τις υποσχέσεις που τα κόμματα δίνουν σε αυτές τις ομάδες (αν όχι υποσχέσεις παροχών, σε κάθε περίπτωση απειλές για το μέλλον αν η άλλη πλευρά νικήσει), βλέπουμε ότι και η πελατειακή λογική δεν έχει εκλείψει, ακόμα και σε κοινωνίες θεωρούμενες ως «ανεπτυγμένες» και «ώριμες».

Καθώς όμως στις περισσότερες δημοκρατίες η πολιτική αδιαφορία αυξάνεται σταθερά, όπως φαίνεται και από τα αυξανόμενα ποσοστά αποχής (φαινόμενο έντονο και στην Ελλάδα), το ζήτημα δεν είναι ποιοι από αυτούς τους λόγους και σε τι βαθμό κινητοποιούν ψηφοφόρους, αλλά αν και οι όλοι τους από κοινού έχουν πάψει πια να αποτελούν ένα σύστημα κινητοποίησης που συγκινεί τις κοινωνίες, και ιδιαίτερα τους νέους. Ενώ οι παραδοσιακές ταυτίσεις της μαζικής κοινωνίας του 20ου αιώνα φαίνεται πια ότι έχουν μπει σε πορεία μη-αναστρέψιμης παρακμής, η αξιοπιστία των κομμάτων ως φορείς ορθολογικών πολιτικών που θα αντανακλούν τα συμφέροντα ορθολογικών ψηφοφόρων έχει κι αυτή φθαρεί καίρια ύστερα από σχεδόν δυο δεκαετίες οικονομικών κρίσεων, κακοδιαχείρισης και διαφθοράς στις περισσότερες χώρες.

Αυτό το οποίο απομένει είναι μια παραφθορά της πελατειακής λογικής, όπου το πολιτικό σύστημα εξωθεί τους ψηφοφόρους να προσέρχονται στην κάλπη για να συνεχίσει να τους παρέχεται η ίδια η δημοκρατία ως αντάλλαγμα. Μέσα από την ρητορική περί «προστασίας της δημοκρατίας» από «λαϊκιστές και ακραίους», οι ψηφοφόροι πλέον καλούνται να ψηφίσουν απλά για να συνεχίσει να διατηρείται το σύστημα της εκλογικής δημοκρατίας, έστω και αν αυτό πια έχει πάψει να εκπληρώνει τις βασικές λειτουργίες για τις οποίες εφευρέθηκε: την έκφραση πολιτικών ταυτοτήτων και την ικανοποίηση υλικών συμφερόντων. Με τον καιρό, ακόμα και η ίδια η επιλογή κόμματος γίνεται αδιάφορη. Ο πολίτης μπορεί να ψηφίσει κάτι, το ο,τιδήποτε, αρκεί να προσέλθει, δυναμώνοντας έτσι με την ψήφο του μια νεφελώδη και ακαθόριστη «δημοκρατία» της οποίας μοναδικός αυτοαναφορικός στόχος είναι η ίδια η επιβίωσή της.

Telephone